- παρεξηγεῖται
- παρεξηγέομαιmisinterpretpres ind mp 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
απαρεξήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να παρεξηγηθεί ή παρερμηνευθεί 2. εκείνος που δεν παρεξηγείται, δεν πειράζεται εύκολα … Dictionary of Greek